Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2011

Μια ιστορεια αυτάρκειας...


Σήμερα το Κουλουσκούτι είναι τόπος νοσταλγίας για τους λίγους που δέχτηκε για να θρέψει και τους περισσότερους που γέννησε. Η σκληρή ζωή και η συνεχής βιοπάλη σφράγισαν το συναίσθημα και το έκαναν νοσταλγία των ξενιτεμένων ηρώων κατοίκων του. Η συνεχής προσπάθεια για επιβίωση οδήγησε τους λιγοστούς Κουλουσκουτιώτες στα όρια της λιτής αυτάρκειας στην τοπική οικιακή οικονομία.
Όλοι παράγουν λιγοστά προϊόντα αλλά αρκετά για μια λιτή επιβίωση.

Τα φασόλια, οι πατάτες, το καλαμπόκι και τα κτηνοτροφικά προϊόντα είναι η βάση των τροφίμων. Εδώ δεν νιώσαμε την πείνα της κατοχής ούτε αντικρίσαμε τα σκελετωμένα κορμιά των κατοίκων των πόλεων που λύγιζαν από την ασιτία.
Εδώ η πείνα δεν πέρασε. Πέρασε όμως η σκληρή δουλειά στα χωράφια και στα μαντριά.
Ο αργαλειός λειτουργούσε για την παραγωγή ρούχων και κλινοσκεπασμάτων, ενώ τα υποδήματα από δέρματα ειδικά από τα χοιρινά ήταν η καλύτερη προστασία των ποδιών.
Ιστορική και με ιδιαίτερη σημασία είναι η συνάντηση και συζήτηση του παππού με τον αξιωματικό διμοιρίας των ΛΟΚ που πέρασε από την περιοχή στα μέσα του πρώτου μισού του 20ου αιώνα . Εκεί στην Κεδρόλακα δίπλα από τα σπίτια ο αξιωματικός ξεκούρασε τους στρατιώτες του και συζήτησε με τον παππού Γιώργο Μπ. Οι ερωτήσεις ήρθαν βροχή από τον αξιωματικό και τους φαντάρους για τη ζωή στο Κουλουσκούτι, τις δυσκολίες διατροφής και ένδυσης. «Πως ζείτε γέροντα χωρίς ζάχαρη, ρύζι, μακαρόνια, λάδι και ρούχα και κλινοσκεπάσματα.
Και η απάντηση ήρθε καθησυχαστική. «Εμείς όλα τα έχουμε. Μόνο το αλάτι μας λείπει». Πρέπει να πάμε στην Καρδίτσα ή στο Μεσολόγγι για να το προμηθευτούμε. Όλα τα άλλα είναι παραγωγής μας. Παράγουμε άφθονα ζυμαρικά όπως χυλοπίτες και τραχανά και το μέλι είναι καλύτερο και πιο υγιεινό από τη ζάχαρη. Το ρεβίθι κάνει καφέ και μάλιστα λιγότερο βλαβερό. Το λάδι δεν μας χρειάζεται αφού έχουμε δικό μας βούτυρο και χοιρινό λίπος. Τα πλεκτά μας είναι ιδιόχειρα και τα καλύτερα για ρούχα και από τα υφαντά κάνουμε ωραία σακάκια παντελόνια, και κάπες που μας προστατεύουν από κάθε κακοκαιρία. Τα γουρουνοτσάρουχα είναι πιο ελαφρά και συνιστώνται για περπάτημα επάνω στο χιόνι.
Ο αξιωματικός και οι φαντάροι άκουσαν με πολύ ενδιαφέρον τις απαντήσεις του παππού και φυσικά πείστηκαν για τις δυνατότητες που έχει ο τόπος αυτός αρκεί ο άνθρωπος να είναι δραστήριος, εργατικός και δημιουργικός.
Γ.Δ.Μ

Σάββατο 19 Ιουνίου 2010

Μικρή Αναδρομή στην ιστορία και στην κοινωνία του Κουλουσκουτιού

Στις αρχές του 20υ αιώνα ο Μπ. Κώστας από τον Κλειτσό άρχισε να καλλιεργεί το χωράφι που αγόρασε με χρήματα της συζύγου του. Το χωράφι αυτό είναι η σημερινή λάκκα του μακαρίτη μπάρμπα Φώτη Κ. Η Μπ/κώσταινα ήταν κουτσή και δεν μπορούσε να πηγαίνει καθημερινά από τον Κλειτσό στο Κουλουσκούτι. Έτσι το μικρό σπιτάκι που είχε το χωράφι που αγόρασε από τον Πλάκα χρησιμοποιήθηκε για πρώτη κατοικία. Το εύφορο έδαφος της περιοχής ήταν αδύνατο να αφήσει αδιάφορους τους νέους καλλιεργητές. Στη συνέχεια έκανε αγορά ο Μπ. Σπύρος και ο οποίος έφτιαξε μαντρί για το καλοκαίρι. Στη συνέχεια έκανε σπίτι στην Κερασιά και αργότερα στο βλάχικο ερείπια των οποίων σώζονται στις μέρες μας. Ο Μπ. Κώστας ο πρώτος από το Μπ/έϊκο κάτοικος της περιοχής είχε τρία παιδιά από την δεύτερη γυναίκα, τον Νίκο τον Τάσο και τον Πέτρο και ένα από τον προηγούμενο γάμο του, τον Μπ. Γιώργο. Ο Πέτρος Μπ. παντρεύτηκε την Αθηνά Κου. και σκοτώθηκε στρατιώτης στα Τρίκαλα.
Ήταν ο μόνος που έμεινε στο Κουλουσκούτι. Η Αθηνά αργότερα παντρεύτηκε τον Μιχαλάκη και η κόρη της Χρυσούλα έμεινε στον Γιώργο Μπ. στο Κουλουσκούτι μαζί με την γριά μάνα της. Τ’ άλλα παιδιά ξενιτεύτηκαν. Ο Μπ. Κώστας και η γυναίκα του γέρασαν και πέθαναν στο Κουλουσκούτι. Ο Γιώργος Μπ. έφτιαξε στην αρχή μια καλύβα κάτω από τις Καστανιές όπου δημιούργησε το σπιτικό του και σε εκείνη την καλύβα έκανε πολλά από τα δέκα (10) παιδιά του αφού είχε παντρευτεί με την Μαρία Κα. από την Μαυρομάτα. Κοντά στο χώρο αυτό ο Μπ. Γιώργος έφτιαξε το σπίτι του στο έτος 1925. Ο Μπ. Γιώργος είχε δέκα παιδιά. Τον Πέτρο, τον Κώστα, την Γιαννούλα, την Σπυριδούλα, τη Σοφία, τον Θανάση, τον Γιάννη, την Κατερίνη, τον Δημήτρη, και την Αλεξάνδρα. Ο πρωτεξάδελφος του Γιώργου Μπ., ο Μπ.σπύρος, είχε πέντε παιδιά. Το Θύμιο, το Νίκο, το Λουκά, τη Θανάσω (Τασολίαινα) και την Τούλα (Μπαρ.). Ο Λουκάς πέθανε στο στρατό. Ο Νίκος στην Αμερική. Ο Θύμιος μαζί με τον πατέρα του Σπύρο στις Σοφάδες. Ο Μπ/σπύρος πούλησε όλη την περιουσία του στους Τιμπαλέξηδες (Σαρακατσαναίοι) και έκανε αγορά στους Σοφάδες. Έτσι στο Κουλουσκούτι έμειναν μόνο τα παιδιά του Μπ/γιώργου, ο Πέτρος, ο Κώστας και ο Θανάσης που πέθανε νωρίς. Ο Γιάννης που χάθηκε στον Αλβανικό πόλεμο και ο Δημήτρης που σκοτώθηκε στον εμφύλιο το 1948. Οι οικογένειες αυτές μαζί με την οικογένεια της Χρυσούλας Μπ. που παντρεύτηκε το Φώτη Καρ. από τον Μαυρόλογγο αναπτύχθηκαν μέχρι το 1960 οπότε άρχισε η εσωτερική μετανάστευση για τη Λαμία.
Τελευταίος έμεινε ο Μπ. Κώστας με την οικογένειά του που μεταφέρθηκε στη Μολόχα, όπου λίγο αργότερα πέθανε. Ο Πέτρος και η γυναίκα του Παναγιώτα μετακόμισαν στην Μεγ. Βρύση Λαμίας όπου πέθαναν αργότερα. Τα κορίτσια του Μπ. Γιώργου παντρεύτηκαν όλα και έφυγαν από το Κουλoυσκούτι. Η Σπυριδούλα στο Σαραντάπορο όπου παντρεύτηκε το Δημήτριο Τσ. Η Γιαννούλα στην Απιδιά όπου παντρεύτηκε τον Δημήτρη Θ. Η Σοφία, η Αλεξάνδρα και η Κατερίνη στο Μαυρόλογγο όπου παντρευτήκαν αντίστοιχα τον Ταξιάρχη Χα. , τον Νίκο Χα. και τον Παύλο Σφ.

Έτσι γράφτηκε η ιστορία στο Κουλουσκούτι. Το Μπ/έϊκο ασχολήθηκε με πάθος με την καλλιέργεια και την κτηνοτροφία αλλά δεν ρίζωσε για πάντα.
Σήμερα οι περισσότεροι απόγονοι βρίσκονται στην περιοχή της Λαμίας όπου διαπρέπουν με την πρόοδό τους.

Γ.Δ.Μ.

Πέμπτη 15 Απριλίου 2010






Πότε πέρασε από δω ο Jackson Pollock?




Ο τόπος που γεννήθηκα είναι σαν θόλος. Περιστοιχίζεται από ψηλά βουνά και άγρια φύση. Η κίνηση σ` αυτό τον τόπο ήταν βγαλμένη από τη Φυσική: από κέντρο προς τα γύρω βουνά για τις ανάγκες της καθημερινής ζωής των ανθρώπων και των ζώων και πάλι προς το κέντρο (φυγόκεντρος και κεντρομόλος).Αυτή η ισορροπία της εξωστρέφειας και της εσωστρέφειας ,της έκθεσης στο περιβάλλον και της ενδοσκόπησης ,κράτησε περίπου 100 χρόνια .Ύστερα ήρθαν άλλοι καιροί και επικράτησε η φυγόκεντρος, αφού η φύση και η άγρια ζωή θεωρήθηκαν εκτός κέντρου. Έτσι αναζητήθηκαν άλλα κέντρα, πιο σπουδαία και πιο ικανά για το νέο τρόπο ζωής .Το έλατο ,ο μελάς, οι φτέρες, τα μυθικά λουλούδια που τα λέγανε δακράκια, ο λύκος, οι βερβέρες, τα νερά, οι ίσκιοι, οι νεράιδες έγιναν ο χαμένος παράδεισος. Ακόμα θυμάμαι τους μεγάλους τα βράδια στο νέο κέντρο να διηγούνται ιστορίες για νεράιδες και να δακρύζουν. Η πιο κάτω σκάλα της DO HO SOU ,δεν οδηγεί στη νοσταλγία. Οδηγεί όσους όξυναν εκεί τις αισθήσεις τους να φτιάχνουν νέες ενότητες ,αφού έζησαν το παράδειγμα .




"η σκάλα", DO HO SOU.